τρωγλόδυτος

τρωγλόδυτος
τρωγλό-δῠτος, ον,
A = τρωγλοδυτικός 1, Arist.PA691a26.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρωγλόδυτος — ον, Α (για ζώα) αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές, τρωγλοδυτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + δυτος (< δύω), πρβλ. ρακό δυτος] …   Dictionary of Greek

  • τρωγλοδύτου — τρωγλόδυτος masc/fem/neut gen sg τρωγλοδύτης one who creeps into holes masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωγλοδύτων — τρωγλόδυτος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωγλόδυτα — τρωγλόδυτος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”